τονικός

τονικός
η , ό[ν]
1) стих., муз. тонический; 2) мед. тонизирующий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τονικός" в других словарях:

  • τονικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικός — ή, ό / τονικός, ή, όν, ΝΜΑ [τόνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τόνο ή στον τονισμό νεοελλ. 1. τονωτικός («τονικά φάρμακα») 2. το θηλ. ως ουσ. η τονική μουσ. ο βασικός φθόγγος από τον οποίο αρχίζει η σειρά τών οκτώ φθόγγων τής μουσικής… …   Dictionary of Greek

  • τονικός — ή, ό 1. αυτός που σχετίζεται με τον τόνο (λέξεων, το μυϊκό, το μουσικό κτλ.): Τονικά σημεία (η οξεία και η περισπωμένη). 2. τονωτικός, δυναμωτικός: Τονικά φάρμακα. 3. «τονικός σπασμός», σύσπαση μυών που διατηρείται μόνιμα. 4. το θηλ. ως ουσ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τονικώτερον — τονικός of adverbial comp τονικός of masc acc comp sg τονικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικῶν — τονικός of fem gen pl τονικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικόν — τονικός of masc acc sg τονικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικαί — τονικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικοῖς — τονικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικοί — τονικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικοῦ — τονικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικούς — τονικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»